- φουντώνω
- φούντωσα, φουντωμένος, αμτβ.1. βγάζω πυκνά φύλλα και κλαδιά, δασώνω, βλαστίζω: Όπου πατάς, μεστά τα στάχυα φούντωσαν (Κ. Παλαμάς).2. (για φωτιά), βγάζω πολλές και μεγάλες φλόγες, δυναμώνω.3. μτφ., εντείνομαι στο έπακρο, επεκτείνομαι πολύ: Φούντωσε ο καβγάς.4. μτφ., εξάπτομαι, ανάβω: Φούντωσε το πρόσωπό του.5. η μτχ., φουντωμένος, -η, -ο ως επίθ. (για φυτά και δέντρα), πυκνόφυλλος, δασωμένος, φουντωτός: Είμαι βαθιά σαν να ζω στην καρδιά ρουμανιού φουντωμένου (Κ. Παλαμάς).6. βάζω φούντια (βλ. λ.) στα βαρέλια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.